- ακκλησίαστος
- και ακκλήσιαστος, -η, -ο [εκκλησιάζομαι]1. αυτός που δεν έχει εκκλησιαστεί ή δεν εκκλησιάζεται, ο αλειτούργητος2. αυτός στον οποίο έχει απαγορευθεί ο εκκλησιασμός με αφορισμό ή άλλη τιμωρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακκλησίαστος — η, ο (από το ανεκκλησίαστος) 1. που δεν πάει στην εκκλησία: Μήνες ήταν ακκλησίαστοι. 2. αυτός που δεν μπορεί να εκκλησιαστεί, γιατί είναι τιμωρημένος από όργανο της εκκλησίας (επίσκοπο, ιερέα): Τον είχε τιμωρήσει ο δεσπότης να μείνει ακκλησίαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλειτούργητος — η, ο επίρρ. α 1. (για εκκλησία), αυτή που δε λειτουργήθηκε: Το ξωκλήσι ήταν σχεδόν έξι μήνες αλειτούργητο. 2. αυτός που δεν πηγαίνει στην εκκλησία, ακκλησίαστος: Είχε ένα χρόνο αλειτούργητος. 3. ασεβής, αθεόφοβος: Είδες εκεί τον αλειτούργητο! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)